γαριάζω

γαριάζω
1. μετ. пачкать, грязнить;
2. αμετ. застирываться; желтеть (от стирки)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γαριάζω" в других словарях:

  • γαριάζω — γαριάζω, γάριασα, γαριασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γαριάζω — και γαρίζω (Μ γαρίζω) 1. λερώνω, λιγδιάζω («τό γάριασες το πουκάμισο») 2. (αμτβ., για ενδύματα κυρίως λευκά) παίρνω χρώμα κιτρινωπό από το κακό πλύσιμο, γανιάζω 3. μελανιάζω απ το κλάμα, γανιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαριάζω < γάρος ή < γαριά και… …   Dictionary of Greek

  • γαριάζω — γάριασα, γαριασμένος 1. κιτρινίζω από κακό πλύσιμο. 2. λιγδιάζω: Μόλις το φόρεσες το πουκάμισο και το γάριασες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γάριασμα — το [γαριάζω] το λέρωμα …   Dictionary of Greek

  • γαρίζω — βλ. γαριάζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»